- εὐδίνητα
- εὐδί̱νητα , εὐδίνητοςeasily turningneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TEREBRA — ex Graeco τέρετρον, cuius mentio in Epigr. veter. de Instrumentis fabrilibus, Τρύπανα, δ᾿ εὐδίνητα, καὶ ὠκήεντα τέρετρα. Ubi τρύπανα, furfuracula, seu perforacula τέρετρα terebrae sunt. Inter Daedali inventa, Plin. l. 7. c. 56. qui idem terebris… … Hofmann J. Lexicon universale
ευδίνητος — εὐδίνητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ εὐδίνητα») 2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.) μσν. αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).… … Dictionary of Greek